- χειρουργική
- ηκλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη και την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχειρουργική — Χειρουργική, που γίνεται με χρήση ηλεκτρικών οργάνων. * * * η ιατρ. η χειρουργική χρησιμοποίηση τών διαφόρων ιδιοτήτων τού ηλεκτρικού ρεύματος, ειδικά τού υψίσυχνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrosurgery < electro… … Dictionary of Greek
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… … Dictionary of Greek
ηπατεκτομή — Χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή όλου του ήπατος, που γίνεται ως μέρος μεταμόσχευσης ήπατος. * * * η η χειρουργική αφαίρεση τμήματος τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatectomy < hepat (πρβλ. ήπαρ, ατoς) + ectomy (πρβλ. εκτομή)] … Dictionary of Greek
απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… … Dictionary of Greek